τιτλομανής

τιτλομανής
-ές, Ν
αυτός που με μανία επιδιώκει την απόκτηση τίτλων, τιμητικών διακρίσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τίτλος + -μανής (< μαίνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

  • τιτλομανία — η, Ν το να είναι κανείς τιτλομανής, η ιδιότητα τού τιτλομανούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τίτλος + μανία. Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”